σφεδανός

σφεδανός
σφεδᾰνός, ή, όν,
A = σφοδρός, vehement, violent,

στάσιες Xenoph.1.23

; γένυες (sc. λέοντος) AP6.219.12 (Antip.);

τόξον Euph.9.10

;

κάρηαρ Nic.Th.642

; ῥοιζός Epic. in Arch.Pap.7p.4.
II Hom. only neut. sg. as Adv., eagerly,

σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Il.11.165

, 16.372;

σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ 21.542

(Aristarch. and several codd. σφεδανῶν, from [full] σφεδανάω, raging, cf. Theognost.Can.12, Hsch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφεδανός — vehement masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφεδανός — και σφαδανός ή, όν, Α 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.) 2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *sp(h)e(n)d «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • σφεδανόν — σφεδανός vehement masc acc sg σφεδανός vehement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφεδανή — σφεδανός vehement fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφεδανήν — σφεδανός vehement fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφεδανῶς — σφεδανός vehement adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφεδανώτερος — σφεδανός vehement masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… …   Dictionary of Greek

  • σφεδανῶν — σφεδανάω vehement pres part act masc voc sg σφεδανάω vehement pres part act neut nom/voc/acc sg σφεδανάω vehement pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σφεδανάω vehement pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) σφεδανός vehement… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”